πυρσούς

πυρσούς
πυρρός
flame-coloured
masc acc pl (doric)
πυρσός
flame-coloured
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παραφρυκτωρώ — έω, Α δίνω μυστικό μήνυμα στον εχθρό με πυρσούς, ειδοποιώ προδοτικά τους εχθρούς με πυρσούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + φρυκτωρῶ «δίνω σήμα με πυρσούς»] …   Dictionary of Greek

  • εκδαδουχώ — ἐκδαδουχῶ ( έω) (Μ) φρ. «πυρσοὺς ἐκδαδουχοῡντες» κρατώντας πυρσούς …   Dictionary of Greek

  • πυρευτικός — ή, όν, Α [πυρεύω] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο ψάρεμα με πυρσούς, στο πυροφάνι 2. ο κατάλληλος για καύση 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ πυρευτική νυχτερινό ψάρεμα με πυρσούς, πυροφάνι …   Dictionary of Greek

  • πυρσεία — η, ΝΑ [πυρσεύω] 1. συνεννόηση, μετάδοση πληροφορίας με πυρσούς 2. σήμα που μεταδίδεται με πυρσούς …   Dictionary of Greek

  • πυρσεύω — ΝΜΑ [πυρσός (Ι)] 1. κάνω σήμα με πυρσούς σε κάποιον που βρίσκεται μακριά 2. βάζω σε κάτι φωτιά, πυρπολώ μσν. αρχ. φωτίζω («τοὺς τρεῑς μεγίστους φωστῆρας... τοὺς τὴν οἰκουμένην ἀκτῑσι δογμάτων θείων πυρσεύσαντας», Μηναί.) αρχ. 1. ανάβω, καίω 2.… …   Dictionary of Greek

  • φρυκτωρία — Η συνεννόηση με φρυκτούς (πυρσούς), που χρησίμευε ως ένα είδος οπτικού τηλέγραφου των αρχαίων Ελλήνων. Πρόκειται για άναμμα φωτιάς σε ψηλά σημεία και βουνοκορφές, ώστε τη νύχτα να φαίνεται η φωτιά και την ημέρα ο καπνός, με διαφορετική σε κάθε… …   Dictionary of Greek

  • BETH-JAAZEK — locus apud Hebraeos dictus est, prope Templi atrium, in quo in fine Mensis cuiussibet Curia convocari olim solebat, ut audirentur idonei restes, quotquot de Lunae nascentis φάςει certum aliquid referrent. Quibus auditis, vel per πυρσοὺς seu faces …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ένδειξη — η (AM ἔνδειξις) δείγμα, τεκμήριο («εις ένδειξιν φιλίας») νεοελλ. 1. ειδική συνθήκη, ύπαρξη στοιχείων κατά την οποία κρίνεται επωφελής η χορήγηση φαρμάκου ή η εφαρμογή θεραπευτικών μεθόδων 2. πραγματικό περιστατικό, το οποίο μόνο του ξεχωριστά ή… …   Dictionary of Greek

  • αντιλάμπω — (AM ἀντιλάμπω) ανακλώ τη λάμψη, αντιφεγγίζω αρχ. μσν. συναγωνίζομαι στη λάμψη με κάποιον αρχ. 1. ρίχνω το φως μου στο πρόσωπο κάποιου 2. θαμπώνω, ζαλίζω κάποιον 3. κάνω σήματα, αναγγέλλω κάτι με πυρσούς …   Dictionary of Greek

  • εκπυρσεύω — ἐκπυρσεύω (AM) ανάβω, καίω αρχ. 1. κάνω σημάδια με πυρσούς 2. (για φλόγα) εκπέμπω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”